Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εσωκομματικός -ή -ό [esokomatikós] Ε1 : που υπάρχει ή γίνεται μέσα σε ένα κόμμα, που αναφέρεται στην εσωτερική δραστηριότητα ενός κόμματος: Οι εσωκομματικοί αντίπαλοι ενός πολιτικού. ~ διάλογος. Εσωκομματική δημοκρατία / αντιπολίτευση. Εσωκομματικές διαμάχες / έριδες.
εσωκομματικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. εσω- + κομματικός]