Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εσωκλείω [esoklío] -ομαι Ρ αόρ. εσώκλεισα, απαρέμφ. εσωκλείσει, παθ. αόρ. εσωκλείστηκα, απαρέμφ. εσωκλειστεί : βάζω κτ. μέσα σε φάκελο αλληλογραφίας, για να το στείλω μαζί με το γράμμα: Έστειλα τα εμπορεύματα που μου ζητήσατε και σας ~ το σχετικό τιμολόγιο.
[λόγ. εσω- + κλείω (δες κλείνω) μτφρδ. γαλλ. inclure]