Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εσωκαίομαι· ’σωγκιούμαι· ’σωκιούμαι.
-
- «Καίγομαι» (από εσωτερική φωτιά), βασανίζομαι, υποφέρω:
- να σιωπώ και μέσα να ’σωκιούμαι (Κυπρ. ερωτ. 14011).
[<επίρρ. έσω + καίομαι. Ο τ. ’σωκιούμαι και σήμ. κυπρ.]
- «Καίγομαι» (από εσωτερική φωτιά), βασανίζομαι, υποφέρω: