Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εσχατόγερος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εσχατόγερος ο [esxatójeros] & εσχατόγηρος ο [esxatójiros] Ο20 : (λόγ.) γέρος πολύ μεγάλης ηλικίας.

[λόγ. < ελνστ. ἐσχατόγηρος και προσαρμ. στη δημοτ. κατά το γέρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες