Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εσχατολογικός -ή -ό [esxatolojikós] Ε1 : που έχει σχέση με την εσχατολογία.
[λόγ. < γαλλ. eschatologique < eschatolog(ie) = εσχατολογ(ία) -ique = -ικός]