Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εσφαλμένος -η -ο [esfalménos] Ε3 μππ. του σφάλλω : που έχει σφάλματα, που δεν είναι σωστός· λανθασμένος: ~ υπολογισμός. Εσφαλμένη γραφή μιας λέξης. Έχει εσφαλμένη ιδέα / άποψη για κτ. Δημιουργεί εσφαλμένες εντυπώσεις.
εσφαλμένα ΕΠIΡΡ: Οι αιρετικοί ερμηνεύουν ~ τις Γραφές. [λόγ. μππ. < αρχ. σφάλλω `κάνω λάθος΄ & σημδ. γαλλ. erroné]