Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εστεμμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εστεμμένος -η -ο [esteménos] Ε3 : (λόγ.) που φοράει στέμμα. || (συνήθ. ως ουσ.) ο εστεμμένος, για βασιλιά ή αυτοκράτορα: Στους γάμους της πριγκίπισσας παρέστησαν πολλοί αρχηγοί κρατών, εστεμμένοι και μη.

[λόγ. μππ. του αρχ. στέφω `στεφανώνω (π.χ. νικητή αγώνων)΄ μτφρδ. γαλλ. couronné]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες