Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εστέτ ο [estét] Ο (άκλ.) : αυτός που θεωρεί το ωραίο ως πρωταρχική αξία και με βάση αυτό κρίνει, αξιολογεί όλες τις άλλες.
[λόγ. < γαλλ. esthète < esthétique (δες αισθητική)]