Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εστέρας ο [estéras] Ο2 : ονομασία κάθε χημικής ένωσης που προέρχεται από επίδραση οξέος σε αλκοόλη με ταυτόχρονη αποβολή νερού και χρησιμοποιείται κυρίως στην αρωματοποιία: Εστέρες ανόργανων / οργανικών οξέων.
[λόγ. < γαλλ. ester -ας < γερμ. Εster]