Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εσπρέσο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εσπρέσο ο [esprséso] Ο (άκλ.) : ονομασία ιταλικού καφέ: Mηχάνημα για ~, η ειδική καφετιέρα. || (ως επίθ.): Kαφές ~.

[λόγ. < ιταλ. espresso]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες