Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εσπερινός ο [esperinós] Ο17 : ιερή ακολουθία που γίνεται κάθε μέρα αργά το απόγευμα κατά τη δύση του ήλιου και κατά την οποία ψάλλονται τροπάρια και απολυτίκια της επόμενης μέρας: H ακολουθία του εσπερινού. Xτυπάει η καμπάνα για τον εσπερινό. Aκούγεται η φωνή του παπά που ψάλλει τον εσπερινό. || (εκκλ.) Mέγας ~, που γίνεται, όταν η επόμενη μέρα είναι μεγάλη γιορτή.
[μσν. εσπερινός (στη νέα σημ.) < ελνστ. ἑσπερινός `βραδινή προσευχή΄ ουσιαστικοπ. αρσ. του αρχ. επιθ. ἑσπερινός `βραδινός΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- εσπερινός ο· ’σπερινός· ’σπερνός.
-
- α) (Εκκλ.) ακολουθία που τελείται το απόγευμα:
- πού ήτον εις τον εσπερινόν; ας τον εκβάλουν έξω (Προδρ. ΙV 49· Σφρ., Χρον. 1616)·
- Του αγίου Νικολάου το ’σπερνό εθέλασίνε ψάλλει (Διήγ. ωραιότ. 150)·
- β) δειλινό:
- αφόν έλθει ο εσπερινός και να κοντεύει η νύχτα (Χρον. Μορ. P 3665).
[αρσ. του αρχ. επιθ. εσπερινός ως ουσ.· βλ. Θαβώρης 1969: 106. Η λ. τον 6. αι. και σήμ.]
- α) (Εκκλ.) ακολουθία που τελείται το απόγευμα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εσπερινός -ή -ό [esperinós] Ε1 : (λόγ.) βραδινός: Οι εσπερινές ώρες. Tο εσπερινό σχολείο. Εσπερινή δέηση / προσευχή. || (ως ουσ.) ο εσπερινός*.
[λόγ. < αρχ. ἑσπερινός]