Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εσπέρα η [espéra] Ο25α : (λόγ.) το χρονικό διάστημα από τη δύση του ήλιου ώσπου να πέσει το σκοτάδι ή και ακόμη πιο αργά, το βράδυ: Aπό πρωίας μέχρις εσπέρας, από το πρωί ως το βράδυ.
[λόγ. < αρχ. ἑσπέρα]
[Λεξικό Κριαρά]
- εσπέρα η· ’σπέρα· γεν. ασπέρας.
-
- Βράδι:
- (Διγ. Z 194).
- Η γεν. εσπέρας και ασπέρας επιρρ. = κατά το βράδι:
- λέγε τον ψαλμόν πρωί και εσπέρας (Ιατροσ. 2189)·
- εδώκαν τον λόγον τους ασπέρας (Μαχ. 56634).
[αρχ. ουσ. εσπέρα. Ο τ. ’σπέρα στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. Η γεν. ασπέρας και σήμ. κυπρ.]
- Βράδι:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εσπεράντο η [esperándo] Ο (άκλ.) : ονομασία τεχνητής γλώσσας που δημιουργήθηκε για να βοηθήσει στην επικοινωνία ανθρώπων με διαφορετικές μητρικές γλώσσες.
[λόγ. < ψευδώνυμο Εsperanto (ισπαν. μτχ. του esperar `ελπίζω΄) του L. Zamenhof και αργότερα ονομασία της γλώσσας]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εσπέρας το [espéras] Ο (μόνο στην ονομ. και αιτ. εν.) : (λόγ.) το βράδυ.
[λόγ. < εσπέρα ίσως από παρανόηση της φρ. μέχρις εσπέρας]