Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εσοχή η [esoxí] Ο29 : 1.το τμήμα μιας επιφάνειας, ενός αντικειμένου που βρίσκεται πιο μέσα από το επίπεδο ή τη γραμμή, υπαρκτή ή νοητή, που ορίζει το περίγραμμά του. ANT εξοχή, προεξοχή: Σε ειδικές εσοχές των τοίχων της αίθουσας υπάρχουν προτομές. 2. (λόγ.) ρετιρέ.
[λόγ. < ελνστ. εἰσοχή (ει- > ε- κατά το αντ. εξοχή 2)]