Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εσοδεία η [esoδía] Ο25 : (λόγ.) η σοδειά: Aγροτικό προϊόν νέας / παλαιάς εσοδείας. Kαπνά εσοδείας 1990. Kρασί εσοδείας 1980.
[λόγ. < μσν. εσοδεία < ελνστ. *ἐσοδεία (πρβ. μσν. εσοδεία, ελνστ. εἰσόδιον `έσοδο΄), αρχ. (ιων. διάλ.) ἔσοδος = κοινό εἴσοδος]