Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εσκεμμένος -η -ο [eskeménos] Ε3 : (για πράξη) που έγινε ύστερα από σκέψη και ιδίως με συγκεκριμένη πρόθεση: Εσκεμμένη ενέργεια. Εσκεμμένο λάθος. Tιμωρήθηκε αυστηρά, γιατί η παράβαση που διέπραξε ήταν εσκεμμένη.
εσκεμμένα & εσκεμμένως ΕΠIΡΡ: Kάνω κτ. ~. Ενεργώ εσκεμμένως. [λόγ. < αρχ. ἐσκεμμένος μππ. του σκέπτομαι `εξετάζω με σκέψη΄ σημδ. γαλλ. délibéré `που ενεργεί με σκέψη και τόλμη΄· λόγ. < αρχ. ἐσκεμμένως]