Παράλληλη αναζήτηση
125 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ες ες τα [esés] Ο (άκλ.) : η αστυνομία του ναζιστικού κόμματος του Xίτλερ.
[γερμ. SS σύντμ. S(chutz)s(taffel) `ομάδα ασφαλείας΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εσαεί [esaí] επίρρ. : (λόγ.) για πάντα, παντοτινά: Θα τον ευγνωμονώ ~. ΦΡ κτήμα ~, μόνιμο απόκτημα.
[λόγ. συμφυρ. των αρχ. φρ. ἐς αἰεί & εἰς ἀεί]
[Λεξικό Κριαρά]
- εσαμεντζάρω.
-
- Ερευνώ:
- εντεσμπαρκάρα λεβέντες και τα σπίτια εσαμεντζάρα (Λεηλ. Παροικ. 408).
[<βεν. esaminazion και esaminar. Πβ. και εζαμινάρω]
- Ερευνώ:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εσάνς η [esáns] Ο (άκλ.) : ονομασία συμπυκνωμένων αρωματικών ουσιών που χρησιμοποιούνται στην αρωματοποιία και στη ζαχαροπλαστική: ~ βιολέτας / λεμονιού / αμυγδάλου.
[λόγ. < γαλλ. essence]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εσάρπα η [esárpa] & σάρπα 1 η [sárpa] Ο25α : συμπλήρωμα της γυναικείας αμφίεσης, συνήθ. στενόμακρο πλεχτό ή ύφασμα, με το οποίο καλύπτουν τους ώμους ή την πλάτη· (πρβ. σάλι): Mάλλινη / βαμβακερή / μεταξωτή ~. Πολύχρωμη ~. Tύλιξε με την ~ τους γυμνούς της ώμους.
[λόγ. < γαλλ. écharp(e) -α· ιταλ. sciarpa]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εσατζής ο [esadzís] Ο8 : αυτός που υπηρετούσε στη στρατιωτική αστυνομία ΕΣA (Ελληνική Στρατιωτική Aστυνομία).
[αρκτικόλ. ΕΣA -τζής]
[Λεξικό Κριαρά]
- εσαύριον, επίρρ.
-
- Έκφρ. τῃ εσαύριον = την επόμενη μέρα:
- (Βίος Αλ. 5228).
[συνεκφ. ες αύριον (αρχ., L‑S, λ. αύριον ΙΙΙ)· βλ. και LBG, στη λ.]
- Έκφρ. τῃ εσαύριον = την επόμενη μέρα:
[Λεξικό Κριαρά]
- εσερτσιτάρω,
- βλ. εζερτσιτάρω.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εσθήτα η [esθíta] Ο26 : (λόγ.) φόρεμα, ιδίως επίσημο.
[λόγ. < αρχ. ἐσθής, αιτ. -ῆτα]
[Λεξικό Κριαρά]
- εσθία η,
- βλ. εστία.