Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ερωτοτροπώ [erototropó] Ρ10.9α : 1α.εκδηλώνω το ερωτικό μου ενδιαφέρον για κπ. με ορισμένη συμπεριφορά (κινήσεις, χειρονομίες, λόγια, βλέμματα κτλ.) και με στόχο τη σύναψη ερωτικών σχέσεων· φλερτάρω: Είχε το θράσος να ερωτοτροπήσει με την καθηγήτριά του. β. επιδίδομαι σε ερωτικές διαχύσεις με κπ.: Tο ζευγάρι απέναντί μου ερωτοτροπεί αδιάντροπα. 2. (μτφ.) εκδηλώνω τη συμπάθειά μου για κπ. ή για κτ., προσπαθώ να έχω καλές σχέσεις μαζί του· φλερτάρω: H Tουρκία ήταν ουδέτερη, ερωτοτροπούσε όμως με τις δυνάμεις του Άξονα.
[λόγ. ερωτο- 1 + τρόπ(ος) -ώ]