Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ερωτοδουλειά η [erotoδulá] Ο24 : (προφ.) ερωτική υπόθεση και ιδίως ερωτική σχέση· (πρβ. γυναικοδουλειά): Mε τις ερωτοδουλειές πού να βρει καιρό για διάβασμα.
[ερωτο- 1 + δουλειά (διαφ. το μσν. ερωτοδουλεία `σκλαβιά στον έρωτα΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ερωτοδουλεία η.
-
- Υποδούλωση στον έρωτα:
- τράχηλον κλίνε εις τον ζυγόν της ερωτοδουλείας (Λίβ. (Lamb.) N 243).
[<ουσ. έρωτας + δουλεία]
- Υποδούλωση στον έρωτα: