Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ερωτισμός ο [erotizmós] Ο17 : 1.σύνολο από στοιχεία, τα οποία δημιουργούν ερωτική διάθεση: Ο ~ στον κινηματογράφο / στο θέατρο / στις εικαστικές τέχνες. Ο ~ του Kαβάφη. Εκπέμπει έντονο ερωτισμό. 2. (ψυχ.) ένταση του γενετήσιου ενστίκτου, ιδίως της σεξουαλικής επιθυμίας.
[λόγ. < γαλλ. érotisme < érot(ique) < αρχ. ἐρωτ(ικός) -isme = -ισμός]