Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ερωτικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ερωτικός, επίθ.· ορωτικός· ’ρωτικός.
  • 1) Που αναφέρεται στον έρωτα, σχετικός με τον έρωτα:
    • (Καλλίμ. 1030).
  • 2)
    • α) Όμορφος, ευχάριστος στις αισθήσεις:
      • είχεν αυτός και σύζυγον … ερωτικήν (Αχιλλ. O 4
      • ερωτικόν μου αδόνιν (Αχιλλ. L 756
    • β) ποθητός:
      • το στήθος της παράδεισος ερωτικός (Βέλθ. 713).
  • 3)
    • α) Ερωτευμένος:
      • αμηχανεί γαρ εις αρχήν ερωτική καρδία (Λίβ. Sc. 1105
      • ο νους ο ερωτικός (Λίβ. Esc. 4042
    • β) αγαπημένος:
      • Ανδρόγυνον ερωτικόν (Ιμπ. 39
    • γ) που έχει την προθυμία να κάνει κ.:
      • είτις απλώς ερωτικός θελήσει να το εκφράσει (Λίβ. Sc. 3261).
  • Το αρσ. ως ουσ. = εραστής:
    • εις αγκάλες να σεβώ ερωτικού μεγάλου (Αχιλλ. N 980).
  • Το θηλ. ως ουσ. = ερωμένη, αγαπημένη:
    • να την έχει ερωτικήν, να χαίρεται μετ’ αύτην (Χρον. Μορ. H 5778· Ch. pop. 108).
  • Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ. = τα σχετικά με τον έρωτα:
    • να παιδευθείς τα ερωτικά, ως έχει, να τα μάθεις (Λίβ. P 2680).

[αρχ. επίθ. ερωτικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερωτικός -ή -ό [erotikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με τον έρωτα: ~ δεσμός. Ερωτική αγάπη / σχέση / περιπέτεια / αποτυχία / διάθεση. Ερωτικό συναίσθημα / φιλί. Ερωτικό τρίγωνο. Ερωτικές διαχύσεις. (έκφρ.) ερωτική φωλιά*. || (ιδ. για τη συνουσία): ~ πόθος / αναστεναγμός / σπασμός. Ερωτική πράξη / επαφή / συμπεριφορά. α. που προκαλεί ερωτική διάθεση: Ερωτική ατμόσφαιρα / ματιά. Ερωτικό ελιξίριο. Είναι κάποιος ~, είναι ερωτιάρης. β. που εκφράζει, περιγράφει έρωτα: Ερωτική εξομολόγηση / ποίηση. Ερωτικό τραγούδι. ~ ποιητής. Ο ~ Kαβάφης. 2. (μτφ.) που έχει σχέση με την έντονη αγάπη, την επιθυμία για κτ., την αφοσίωση σε κτ.: Έχει συνδεθεί με την πόλη του με μία σχέση σχεδόν ερωτική. || Ερωτική πόλη. ερωτικά ΕΠIΡΡ: Tην αγκάλιασε / τη φίλησε ~. Συνδέθηκαν ~.

[λόγ. < αρχ. ἐρωτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες