Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ερωτιδέας ο [erotiδéas] Ο21 : 1.Ερωτιδέας, ο θεός Έρωτας σε μικρή ηλικία: Παράσταση με Ερωτιδείς. 2. (λόγ.) νεαρός ερωτύλος.
[λόγ. < ελνστ. ἐρωτιδεύς, αιτ. -έα]