Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ερωτιάρικος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερωτιάρικος -η -ο [erotxárikos] Ε5 : που ταιριάζει στον ερωτιάρη: Ερωτιάρικο ύφος / κορίτσι. Ερωτιάρικα λόγια / μάτια. ερωτιάρικα ΕΠIΡΡ: Mιλάει / κοιτάει ~.

[ερωτιάρ(ης) -ικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες