Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ερωτηματικό το [erotimatikó] Ο38 : 1α.(γραμμ.) σημείο στίξης (;) που σημειώνεται στο τέλος της κύριας ερωτηματικής πρότασης: Συχνότερα σημεία στίξεως είναι το κόμμα, η τελεία και το ~. Ελληνικό ~, όταν χρειάζεται να γίνει διάκριση προς το λατινικό ερωτηματικό. || Λατινικό (αγγλικό κτλ.) ~, αντίστοιχο σημείο στίξης (?) του λατινικού (αγγλικού κτλ.) αλφαβήτου. β. το ίδιο σημείο (;) με το οποίο χαρακτηρίζουμε κτ. ως άγνωστο ή αμφίβολο: Έγραψε ένα ~ στο περιθώριο της σελίδας. || το ίδιο σημείο μέσα σε παρένθεση δηλώνει ειρωνεία ή αμφιβολία, π.χ. «Iσχυριζόταν πως ήταν ο εξυπνότερος (;) της παρέας». 2. (μτφ.) για κτ. άγνωστο ή αμφίβολο: Εποχή γεμάτη ερωτηματικά και αδιέξοδα. || για θέμα στο οποίο δε δίνεται ή δεν μπορεί να δοθεί επαρκής εξήγηση: Στάση που γεννά πολλά ερωτηματικά. || Είναι / παραμένει ~ αν θα έρθει, είναι άγνωστο ή αμφίβολο.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. ερωτηματικός σημδ. γαλλ. point d΄interro gation]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ερωτηματικός -ή -ό [erotimatikós] Ε1 : α.που εκφράζει ερώτηση: Στον προφορικό λόγο η ερώτηση διακρίνεται από τον ερωτηματικό τόνο της φωνής. || (γραμμ.): Ερωτηματικό επίρρημα. Ερωτηματική αντωνυμία / πρόταση. || (ως ουσ.) το ερωτηματικό*. β. που εκφράζει απορία· απορημένος: Ερωτηματικό βλέμμα / ύφος.
ερωτηματικά ΕΠIΡΡ: Tον κοίταξε ~. [λόγ. < ελνστ. ἐρωτηματικός]