Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ερωμένη η [eroméni] Ο30 πληθ. γεν. ερωμένων αρσ. ερωμένος [eroménos] Ο18 : αυτή που έχει παράνομες ή μη νομιμοποιημένες ερωτικές σχέσεις με ορισμένο άντρα· (πρβ. εραστής): Έμαθε ότι ο άντρας της έχει ~. Tον παρακολούθησε και τον έπιασε με την ~ του. Έκανε ~ τη γραμματέα του. Έβαζε τη νύχτα κρυφά στο σπίτι τον ερωμένο της.
[λόγ. < αρχ. ἐρωμένη `αγαπημένη΄ θηλ. μππ. του ἐρῶ σημδ. γαλλ. amante· ερωμέν(η) -ος]