Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ερωδιός ο [eroδiós] Ο17 : ονομασία μεγαλόσωμων πτηνών, τα οποία έχουν ψηλά πόδια, μακρύ λαιμό λυγισμένο σε σχήμα τελικού σίγμα, ίσιο μακρύ και κωνικό ράμφος, ζουν κοντά σε ρηχά νερά και τρέφονται κυρίως με ψάρια.
[λόγ. < αρχ. ἐρῳδιός]