Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ερχομός ο [erxomós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του έρχομαι. α. το να έρχεται, να φτάνει κάποιος ή κτ.: Ο ~ του ξενιτεμένου / της άνοιξης. H ώρα του ερχομού. || άφιξη: Ο ~ του τρένου. β. επιστροφή: Στον ερχομό μάς έπιασε βροχή, στο γυρισμό.
[μσν. ερχομός < έρχο(μαι) -μός]
[Λεξικό Κριαρά]
- ερχομός ο· ελθομός· ερθομός.
-
- 1)
- α) Άφιξη:
- έτρεχον ειπείν τον ερχομόν του (Διγ. Z 2146)·
- β) (προκ. για την ενσάρκωση του Χριστού) έλευση:
- με τον ελθομόν του Χριστού (Χριστ. διδασκ. 104).
- α) Άφιξη:
- 2) (Προκ. για εχθρό) προέλαση, έφοδος:
- εκεινών τον ερχομόν έβλεπον εκ της βίγλας (Διγ. Α 3457).
[<έρχομαι + κατάλ. ‑μός. Η λ. στο Du Cange και σήμ.]
- 1)