Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ερυθρόδερμος ο [eriθróδermos] Ο20α θηλ. ερυθρόδερμη [eriθróδermi] Ο32 : ο ινδιάνος.
[λόγ. ερυθρο- + δέρμ(α) -ος μτφρδ. αγγλ. redskin (υποτιμητικά) ή γαλλ. peau-rouge· λόγ. ερυθρόδερμ(ος) -η]