Παράλληλη αναζήτηση
10 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ερυθρο- [eriθro] & ερυθρό- [eriθró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ερυθρ- [eriθr], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες συνήθ. λόγιες ή επιστημονικές λέξεις· (πρβ. κοκκινο-). I. συνήθ. 1. (σε παρατακτικά σύνθετα επίθετα) δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από την παρουσία του ερυθρού χρώματος και του χρώματος που εκφράζει το β' συνθετικό: ερυθρόλευκος. || το προσδιοριζόμενο παρουσιάζει απόχρωση του ερυθρού χρώματος: ερυθρόξανθος. 2. (σε κτητικά σύνθετα επίθετα) προσδίδει την ιδιότητα του ερυθρού, του κόκκινου σε αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ερυθρόρρυγχος, ερυθρόστερνος, ερυθρόφθαλμος. || (αρχαιολ.) ερυθρόμορφος. II. (ανατ., ιατρ.) με αναφορά στα ερυθρά αιμοσφαίρια: ~λυσία, ~κύτταρο. || με αναφορά σε παθολογική ερυθρότητα του δέρματος: ~δερμία. III. με αναφορά στην ερυθρά ή υπέρυθρη ακτινοβολία: ~θεραπεία.
[λόγ. < αρχ. ἐρυθρ(ο)- θ. του επιθ. ἐρυθρό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. ἐρυθρό-πους `για περιστέρι με κόκκινα πόδια΄, ελνστ. ἐρυθρό-ξανθος & διεθ. erythro- < αρχ. ἐρυθρο-: ερυθρο-μυκίνη < διεθ. erythro- + -mycin, ερυθρο-βλάστη < γερμ. Εrythroblast]
- ερυθρόδερμος ο [eriθróδermos] Ο20α θηλ. ερυθρόδερμη [eriθróδermi] Ο32 : ο ινδιάνος.
[λόγ. ερυθρο- + δέρμ(α) -ος μτφρδ. αγγλ. redskin (υποτιμητικά) ή γαλλ. peau-rouge· λόγ. ερυθρόδερμ(ος) -η]
- ερυθροκύτταρο το [eriθrokítaro] Ο40 : ερυθρό αιμοσφαίριο: Mείωση των ερυθροκυττάρων.
[λόγ. ερυθρο- + κύτταρον μτφρδ. αγγλ. erythrocyte]
- ερυθρόμορφος -η -ο [eriθrómorfos] Ε5 : (αρχαιολ., για αγγείο) που έχει κόκκινες μορφές επάνω σε μαύρο φόντο· (πρβ. μελανόμορφος): Ένας ~ αμφορέας. Ερυθρόμορφη κύλικα. Tα μελανόμορφα αγγεία χρονικά προηγούνται από τα ερυθρόμορφα. || ~ ρυθμός, ο τρόπος ζωγραφικής διακόσμησης των ερυθρόμορφων αγγείων.
[λόγ. ερυθρο- + μορφ(ή) -ος μτφρδ. αγγλ. red figure vases]
- ερυθρομυκίνη η [eriθromikíni] Ο30 : (φαρμ.) είδος αντιβιοτικού.
[λόγ. < διεθ. erythro- = ερυθρο- + -mycin < αρχ. μύκ(ης) `μύκητας΄ -ine = -ίνη]
- ερυθρός, επίθ.
-
- Κόκκινος:
- (Μάρκ., Βουλκ. 34523‑4).
[αρχ. επίθ. ερυθρός. Η λ. και σήμ.]
- Κόκκινος:
- ερυθρός -ή -ό [eriθrós] Ε1 λόγ. θηλ. και ερυθρά : (λόγ., κυρ. σε ονομασίες) 1. κόκκινος: ~ οίνος. Tα ερυθρά αιμοσφαίρια. H Ερυθρά Θάλασσα. Ο Ερυθρός Σταυρός και η Ερυθρά Hμισέληνος, διεθνείς οργανώσεις με σκοπό την προσφορά ανθρωπιστικής βοήθειας. || (ως ουσ.) το ερυθρό, το κόκκινο χρώμα. 2. κομμουνιστικός: ~ δάκτυλος. H Ερυθρά Kίνα. Ο Ερυθρός Στρατός, ονομασία του στρατού της πρώην ΕΣΣΔ. Οι Ερυθρές Tαξιαρχίες, ονομασία ιταλικής τρομοκρατικής οργάνωσης. || (ως ουσ.) οι ερυθροί, οι κομμουνιστές.
[λόγ. < αρχ. ἐρυθρός & σε μτφρδ. (δες στο ερυθροσταυρίτης)]
- ερυθροσταυρίτης ο [eriθrostavrítis] Ο10 θηλ. ερυθροσταυρίτισσα [eriθrostavrítisa] Ο27 : ενεργό μέλος του Ερυθρού Σταυρού.
[λόγ. < φρ. Ερυθρό(ς) Σταυρ(ός) -ίτης, Ερυθρός Σταυρός: μτφρδ. αγγλ. Red Cross ή γαλλ. Croix-Rouge· λόγ. ερυθροσταυρίτ(ης) -ισσα]
- ερυθρότητα η [eriθrótita] Ο28 : η ιδιότητα του ερυθρού, το να είναι κάποιος (ή κτ.) κόκκινος, να έχει κόκκινο χρώμα· κοκκινάδα.
[λόγ. < ελνστ. ἐρυθρότης, αιτ. -ητα]
- ερυθροφρουρός ο [eriθrofrurós] Ο17 : ονομασία των μελών των κομμουνιστικών οργανώσεων που υποστήριξαν την επανάσταση του 1917 στη Ρωσία ή τη μορφωτική επανάσταση στην Kίνα.
[λόγ. ερυθρο- + φρουρός μτφρδ. γαλλ. garde rouge (μτφρδ. από τα ρωσ.)]