Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ερυθρά η [eriθrá] Ο24 : εξανθηματικό μεταδοτικό νόσημα που μοιάζει με την ιλαρά: H ~ των έγκυων γυναικών μπορεί να προκαλέσει ανωμαλίες στη διαμόρφωση του εμβρύου.
[λόγ. ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. ἐρυθρός σημδ. γαλλ. rubéole]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ερυθραίνω [eriθréno] -ομαι Ρ7.2 (χωρίς μππ.) : (λόγ.) κοκκινίζω.
[λόγ. < ελνστ. ἐρυθραίνω, αρχ. σημ.: `είμαι κόκκινος΄]