Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ερμηνευτικός -ή -ό [ermineftikós] Ε1 : που έχει σχέση με την ερμηνεία γενικά και ιδίως γίνεται για να αναλύσει ή για να εξηγήσει κτ.: Στο κείμενο του νόμου έχει επισυναφθεί μία ερμηνευτική εγκύκλιος. Tο βιβλίο περιέχει εκτός από το αρχαίο κείμενο και ερμηνευτικές σημειώσεις.
[λόγ. < ελνστ. ἑρμηνευτικός]