Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ερμηνευτής ο [ermineftís] Ο7 θηλ. ερμηνεύτρια [erminéftria] Ο27 : αυτός που ερμηνεύει κτ. 1. αυτός που εξηγεί κτ. αναλύοντας το νόημά του: ~ των Γραφών. 2. αυτός που κάνει ερμηνεία ενός θεατρικού ή κινηματογραφικού ρόλου ή ενός μουσικού κομματιού: Έγινε γνωστή ως ερμηνεύτρια λαϊκών τραγουδιών.
[λόγ. < αρχ. ἑρμηνευτής `μεταφραστής΄ κατά τις σημ. της λ. ερμηνεύω· λόγ. ερμηνευ(τής) -τρια]
[Λεξικό Κριαρά]
- ερμηνευτής ο.
-
- Διερμηνέας:
- (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 18719).
[αρχ. ουσ. ερμηνευτής. Η λ. και σήμ.]
- Διερμηνέας: