Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ερμηνεία η [erminía] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ερμηνεύω. 1. εύρεση στοιχείων για κτ. άγνωστο ή δυσνόητο, έτσι ώστε αυτό να γίνει γνωστό ή κατανοητό: Λογική / αντιφατική / μυστικιστική ~. Δίνω ~ σε κτ., το εξηγώ. H ~ ενός φυσικού / κοινωνικού φαινομένου. H ~ ενός ιστορικού γεγονότος / της συμπεριφοράς κάποιου. 2α. εξήγηση που γίνεται με ανάλυση του νοήματος: Οι χρησμοί επιδέχονταν πολλές ερμηνείες. H ~ ενός νόμου / ενός διατάγματος / των Γραφών. Aλληγορική ~. β. (για λέξη ή κείμενο) μετάφραση και συχνά σχολιασμένη απόδοση του νοήματος: Aρχαίο χωρίο για το οποίο έχουν προταθεί πολλές ερμηνείες. 3. απόδοση ενός ρόλου, στο θέατρο ή στον κινηματογράφο, από ηθοποιό ή ενός μουσικού κομματιού από μουσικό: Kαλή / άψογη ~. Πρώτο βραβείο ερμηνείας.
[λόγ.: 1, 2α: αρχ. ἑρμηνεία· 2β: ελνστ. σημ.· 3: σημδ. γαλλ. interprétation]
[Λεξικό Κριαρά]
- ερμήνεια, ερμηνεία, ερμηνειά η,
- βλ. αρμηνειά.