Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ερμαφρόδιτος -η -ο [ermafróδitos] Ε5 : 1.(βιολ., ιδ. για οργανισμό) που έχει τα γεννητικά όργανα και άλλα χαρακτηριστικά και των δύο φύλων: Ερμαφρόδιτο ζώο / φυτό. Ερμαφρόδιτα άνθη. || (ως ουσ.) ο ερμαφρόδιτος, ιδίως για άνθρωπο στον οποίο συνυπάρχουν τα διακριτικά γνωρίσματα και των δύο φύλων: Έχει χαρακτηριστικά ερμαφρόδιτου. Ο Ερμαφρόδιτος, στην ελληνική μυθολογία, γιος του Ερμή και της Aφροδίτης που είχε χαρακτηριστικά και των δύο φύλων. 2. (μτφ.) που έχει στοιχεία ή χαρακτηριστικά, τα οποία είναι αντιφατικά ή και απροσδιόριστα μεταξύ τους: Ερμαφρόδιτη κατάσταση / πολιτική.
[λόγ. < ελνστ. Ἑρμαφρόδιτος (για το γιο του Ερμή και της Aφροδίτης)]