Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ερμαφροδιτισμός ο [ermafroδitizmós] Ο17 : 1.(βιολ.) το φαινόμενο κατά το οποίο στον ίδιο οργανισμό συνυπάρχουν τα γεννητικά όργανα και άλλα χαρακτηριστικά και των δύο φύλων: Ο ~ είναι φυσιολογική κατάσταση σε πολλούς μικροοργανισμούς. Φυσιολογικός / παθολογικός ~. 2. (μτφ.) ως χαρακτηρισμός αντιφατικής ή και απροσδιόριστης ενέργειας ή κατάστασης.
[λόγ. < γαλλ. hermaphroditisme < Hermaphrodit(e) < ελνστ. ῾Ερμαφρόδιτ(ος) -isme = -ισμός]