Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ερημώνω [erimóno] -ομαι Ρ1 : α.κάνω έναν τόπο έρημο, χωρίς ανθρώπους: Tο χωριό ερημώνεται από τους τουρίστες κατά τους χειμερινούς μήνες. H χολέρα ερήμωσε την πόλη. β. (για τόπο) γίνομαι έρημος: Ερήμωσε ο τόπος, όταν έφυγαν όλοι για το εορταστικό τριήμερο. Ερήμωσε η πόλη τις ημέρες του Πάσχα. γ. (σπάν.) προκαλώ μεγάλες καταστροφές σε έναν τόπο: Kυρίεψε την πόλη και την ερήμωσε.
[μσν. ερημώνω < αρχ. ἐρημ(ῶ) -ώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ερημώνω· ’ρημώνω.
-
- Α´ (Μτβ.) λεηλατώ, καταστρέφω:
- ερημώναν του βασιλέως τους τόπους (Χρον. Μορ. H 9098).
- Β´ (Αμτβ.) καταστρέφομαι:
- διά έναν άγνωστον θέλομεν να ’ρημώσει (Ιστ. Βλαχ. 510).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = εγκαταλειμμένος, μόνος, έρημος:
- Αυτός οπὄμεινεν εκεί ’ς νησίν ερημωμένος (Ιμπ. (Legr.) 765).
[<ερημώ. Η λ. τον 9. αι. (LBG), στο Meursius (‑μμό‑) και σήμ.]
- Α´ (Μτβ.) λεηλατώ, καταστρέφω: