Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ερημόνησο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερημόνησο το [erimóniso] Ο41 : ερημονήσι.

[έρημ(ος) -ο- + νησ(ί) -ο]

[Λεξικό Κριαρά]
ερημόνησος η — ερημόνησον το.
  • Έρημο νησί:
    • εδιάβη σ’ ερημόνησον κι έκαμεν κατοικίαν (Αχέλ. 105).

[<επίθ. έρημος + ουσ. νήσος· αν ουδ. <επίθ. έρημος + ουσ. νησίν]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες