Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ερημονήσι το [erimonísi] Ο44 : ακατοίκητο νησί, συνήθ. μικρό: Nαυαγός σε ~.
[έρημ(ος) -ο- + νησ(ί) -ι]
[Λεξικό Κριαρά]
- ερημονήσιν το· ερημονήσι· ’ρημονήσι.
-
- Έρημο νησί:
- να μη μας ρίξουν τα νερά ’ς κανένα ’ρημονήσι (Γαδ. διήγ. 166).
[<επίθ. έρημος + ουσ. νησίν. Ο τ. ‑ι στο Somav. και σήμ.]
- Έρημο νησί: