Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ερημία η [erimía] Ο25 : (λόγ.) η ερημιά: Επίδομα ερημίας, χρηματικό βοήθημα που δινόταν σε υπαλλήλους που υπηρετούσαν σε απομακρυσμένες περιοχές.
[λόγ. < αρχ. ἐρημία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ερημιά η [erimná] Ο24 : 1α.έλλειψη ανθρώπων από κάπου, ιδίως από έναν τόπο: H ~ του βουνού / του δάσους. β. τόπος που χαρακτηρίζεται από απουσία ανθρώπων: Zει μόνος στην ~. Tι γυρεύεις σ΄ αυτή την ~; Οι ερημιές της Aνταρκτικής. ΦΡ ~ του Θεού, τόπος, συνήθ. απομονωμένος, που χαρακτηρίζεται από την πλήρη έλλειψη ανθρώπων. 2. (σπάν.) μοναξιά: Άσε με στην ~ μου.
[μσν. ερημιά < αρχ. ἐρημία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- ερημία η· ερημιά.
-
- 1) Ερημιά· τόπος έρημος:
- (Αλεξ. 1740).
- 2) Αφανισμός, καταστροφή:
- το σφάλμαν εγροικήσασιν οπού ’τον ερημιά τως (Χούμνου, Κοσμογ. 82).
[αρχ. ουσ. ερημία. Ο τ. και σήμ.]
- 1) Ερημιά· τόπος έρημος:
[Λεξικό Κριαρά]
- ερημιάζω.
-
- Καταστρέφω, λεηλατώ:
- πρέπει να μας δώσετε όσα εκουρσέψετε και ερημιάσετε (Μαχ. 35416).
[<ερημίζω. Η λ. και σήμ. κυπρ.]
- Καταστρέφω, λεηλατώ: