Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ερημίτης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερημίτης ο [erimítis] Ο10 θηλ. ερημίτισσα [erimítisa] Ο27 στη σημ. 2 : 1.αυτός που για θρησκευτικούς λόγους ζει μόνος σε έρημο τόπο· αναχωρητής. 2. (μτφ.) για άνθρωπο που αποφεύγει τις σχέσεις με άλλους ανθρώπους.

[λόγ.: 1: ελνστ. ἐρημίτης (επειδή αναχωρούσαν στην έρημο)· 2: σημδ. γαλλ. ermite < υστλατ. eremita < ελνστ. ἐρημίτης· λόγ. ερημίτ(ης) -ισσα]

[Λεξικό Κριαρά]
ερημίτης ο.
  • Ασκητής· αναχωρητής:
    • μεγάλοι ερημίται ήσανε εις την έρημον (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 431).

[μτγν. ουσ. ερημίτης. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες