Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ερευνώ [erevnó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 : ψάχνω, κάνω έρευνα με σκοπό να βρω, να ανακαλύψω ή να ερμηνεύσω κτ.: ~ προσεκτικά / εξονυχιστικά / σε βάθος ένα θέμα. (έκφρ.) πίστευε* και μη ερεύνα. || (για έρευνα διοικητική, δικαστική κτλ.): Επιτροπή από ειδικούς θα ερευνήσει τα αίτια του ατυχήματος. Λιμενικοί της δίωξης ναρκωτικών ερεύνησαν εξονυχιστικά το πλοίο. || (για επιστημονική έρευνα): Πρώτοι οι αρχαίοι Έλληνες ερεύνησαν τα φυσικά φαινόμενα και αναζήτησαν τις αιτίες τους στην ίδια τη φύση. Aρχαιολογικός χώρος που δεν έχει ερευνηθεί ακόμα.
[λόγ. < αρχ. ἐρευνῶ `αναζητώ, εξετάζω΄ & κατά τις νέες σημ. της λ. έρευνα]
[Λεξικό Κριαρά]
- ερευνώ· ’ρευνώ.
-
- 1)
- α) Εξετάζω κάπ. ή κ., μελετώ:
- τα λόγια οπού έγραψες, όλοι τους τα ’ρευνήσαν (Αλεξ. 744· Διγ. Άνδρ. 40225)·
- β) (ιατρ.) εξετάζω:
- να τον ερευνήσουν έτεροι ιατροί (Ασσίζ. 43728-9).
- α) Εξετάζω κάπ. ή κ., μελετώ:
- 2) Αναζητώ, ψάχνω:
- (Δούκ. 3675).
- 3) Ερευνώ, ζητώ να μάθω:
- (Διγ. Gr. 2759).
- 4) Επιτηρώ:
- Ακρίτη τον καλούσι, γιατί τες άκρες ερευνά (Διγ. O 2138).
[αρχ. ερευνάω. Η λ. και σήμ.]
- 1)