Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ερευνητικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερευνητικός -ή -ό [erevnitikós] Ε1 : α.που έχει σχέση με την έρευνα γενικά: Ερευνητική ματιά. Ερευνητικό βλέμμα. β. που έχει σχέση με την επιστημονική ή με την τεχνολογική έρευνα: Ερευνητικές εργασίες. Ερευνητική γεώτρηση. Ερευνητικό πρόγραμμα. || (ιατρ.): Ερευνητική εγχείρηση / παρακέντηση. ερευνητικά ΕΠIΡΡ: Tον κοίταζε πολύ ώρα ~.

[λόγ.: α: ελνστ. ἐρευνητικός· β: κατά τις νέες σημ. της λ. έρευνα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες