Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ερεισίνωτο το [erisínoto] Ο41 : η ράχη καθίσματος, το τμήμα στο οποίο ακουμπά την πλάτη του αυτός που κάθεται: ~ καρέκλας / πολυθρόνας / καναπέ. Ψηλό / χαμηλό ~.
[λόγ. < αρχ. ἐρεισι- (θ. του ἐρείδω δες ερείδομαι, σύγκρ. ελνστ. ἔρεισις `στήριξη΄) + νώτον]