Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ερεθισμός ο [ereθizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ερεθίζω. 1. διέγερση κάποιου έτσι ώστε αυτός να αντιδρά: H εμφάνιση του δολοφόνου προκάλεσε επικίνδυνο ερεθισμό στο πλήθος. α. το ερέθισμα που διεγείρει τα αισθητήρια όργανα: Εξωτερικός / εσωτερικός ~. Mηχανικός / χημικός / ηλεκτρικός ~. β. (μτφ.) αίτιο ή κίνητρο για κτ.: Tο περιβάλλον της γειτονιάς / της εξοχής δημιουργεί ερεθισμούς για πρωτότυπες δραστηριότητες. 2. πρόκληση μη φυσιολογικής κατάστασης σε όργανο ή σε τμήμα του σώματος, η οποία συχνά εκδηλώνεται με αλλοίωση της μορφής τους, συνήθ. κοκκίνισμα, ή με δυσάρεστο αίσθημα, συνήθ. τσούξιμο: Ο καπνός προκαλεί ερεθισμό στα μάτια, η τσουκνίδα στο δέρμα. ~ της πληγής / του έλκους.
[λόγ. < αρχ. ἐρεθισμός]