Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ερεθίζω [ereθízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.διεγείρω κπ. έτσι ώστε να αντιδρά, να ενεργεί συνήθ. βίαια: Tο κόκκινο χρώμα ερεθίζει τον ταύρο. Tα πνεύματα ερεθίστηκαν, όταν έγινε γνωστό ότι η αστυνομία χτύπησε διαδηλωτές. || ~ την περιέργεια / το ενδιαφέρον κάποιου. α. προκαλώ σε κπ. έντονη ερωτική επιθυμία: Tον ερέθισε με το προκλητικό της ντύσιμο. β. προκαλώ σε κπ. ορισμένο ερέθισμα: Tα αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου ερεθίζουν τα αισθητήρια όργανα. 2. προκαλώ ερεθισμό2 σε ορισμένο όργανο ή τμήμα του σώματος: Ο καπνός ερεθίζει τα μάτια. Tο δέρμα ερεθίζεται από το συχνό ξύρισμα. Ο φάρυγγας είναι πολύ ερεθισμένος. Φάρμακο που ερεθίζει το στομάχι / τη χολή. || (για φλεγμονή): Ερεθίστηκε η πληγή / το έλκος. Tα τσιμπήματα των κουνουπιών όσο τα ξύνεις τόσο ερεθίζονται.
[λόγ. < αρχ. ἐρεθίζω]