Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ερείπιο το [erípio] Ο40 : 1α.χαρακτηρισμός κτίσματος, ιδίως κτιρίου, που έχει υποστεί πολύ μεγάλες φθορές και βρίσκεται σε πολύ κακή κατάσταση: Ένα αρχοντικό που η ανθρώπινη αδιαφορία το έκανε ~. Πού να κατοικήσεις σ΄ αυτό το ~! || (σπάν.) για οτιδήποτε έχει καταστραφεί τελείως: Tο αυτοκίνητο δε διορθώνεται έτσι που κατάντησε ~. β. (μτφ.) για πρόσωπο που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σωματική, πνευματική ή ψυχική κατάπτωση: Έγινε / κατάντησε ~ από την αρρώστια. Γηροκομείο χρειάζεται αυτό το ~, όχι γάμο. 2. (πληθ.) ό,τι έχει απομείνει από την καταστροφή ενός ή περισσότερων κτισμάτων, ιδίως κτιρίων: Tα ερείπια ενός αρχαίου ναού / τείχους / της αρχαίας Πομπηίας. Aπό τα ερείπια της πολυκατοικίας που γκρεμίστηκε ανασύρθηκαν νεκροί και τραυματίες. Ο βομβαρδισμός μετέβαλε την πόλη σε ερείπια που κάπνιζαν. || (επέκτ.) για πολύ μεγάλες καταστροφές: Ευρώπη: από τα ερείπια του πολέμου στη σύγχρονη ανάπτυξη και ευημερία.
[λόγ. < αρχ. ἐρείπιον]