Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ερείκινον το· ερέκινον· ερεκίνον.
-
- Το φυτό ερείκη:
- ερεκίνα λεπτόκλωνα (Φυσιολ. 3419).
[ουδ. του μτγν. επιθ. ερείκινος ως ουσ.]
- Το φυτό ερείκη:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[ουδ. του μτγν. επιθ. ερείκινος ως ουσ.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |