Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ερείκινον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ερείκινον το· ερέκινον· ερεκίνον.
  • Το φυτό ερείκη:
    • ερεκίνα λεπτόκλωνα (Φυσιολ. 3419).

[ουδ. του μτγν. επιθ. ερείκινος ως ουσ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες