Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εργόχειρο το [erγóxiro] Ο41 : χειροτέχνημα, κυρίως το κέντημα, με την κατασκευή του οποίου ασχολούνται συνήθ. οι γυναίκες: Όπου πάει παίρνει και το ~ μαζί της.
[λόγ. < ελνστ. ἐργόχειρον]
[Λεξικό Κριαρά]
- εργόχειρο(ν) το· αργόχειρο· αργόχειρον.
-
- α) Εργόχειρο, χειροτέχνημα:
- Αρέσει την (ενν. την καλή γυνή) το εργόχειρον (Σπαν. O 138)·
- β) χειρωνακτική εργασία:
- όταν ουν είναι ελαφρόν το εργόχειρον, δεν σε βλάπτει να δουλεύεις όλην την ημέρα (Αγαπ., Γεωπον. 175).
- Ως επίθ. = φτιαγμένος με το χέρι:
- εργόχειρα γλυπτά (Χούμνου, Κοσμογ. 2674).
[<ουσ. έργον + χειρ. Η λ. τον 4. αι. (‑ον) και σήμ. (‑ο)]
- α) Εργόχειρο, χειροτέχνημα: