Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εργοστασιακός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εργοστασιακός -ή -ό [erγostasiakós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στο εργοστάσιο: ~ εργάτης, ο εργάτης εργοστασίου. Εργοστασιακό σωματείο, στο οποίο ανήκουν οι εργαζόμενοι ενός μόνο εργοστασίου. Εργοστασιακή επιτροπή απεργών. Εργοστασιακό συγκρότημα.

[λόγ. εργοστάσι(ον) -ακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες