Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εργοστασιάρχης ο [erγostasiárxis] Ο10 θηλ. εργοστασιάρχης [erγosta siárxis] : ιδιοκτήτης εργοστασίου.
[λόγ. εργοστάσι(ον) + -άρχης (πρβ. σπάν. ελνστ. ἐργοστασιάρχης `προϊστάμενος εργαστηρίου΄)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]