Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εργολαβία η [erγolavía] Ο25 : 1.σύμβαση με την οποία κάποιος (φυσικό ή νομικό πρόσωπο) αναλαμβάνει να εκτελέσει με δικά του μέσα και έναντι ορισμένης αμοιβής την εργασία που του αναθέτει κάποιος άλλος: Όροι της εργολαβίας. Kατασκευή δημόσιων / δημοτικών έργων με ~. Παίρνω ~ κτ., αναλαμβάνω εργολαβικά την εκτέλεσή του και μεταφορικά υποχρεώνομαι να κάνω κτ. συχνά και κατ΄ αποκλειστικότητα. Πήρε ~ την ασφαλτόστρωση του δρόμου. Δεν το πήρα ~ να σας φτιάχνω καφέδες. || η εργασία που γίνεται με τέτοια σύμβαση: Εκτέλεση / παράδοση της εργολαβίας. 2. (παρωχ.) ερωτική σχέση.
[λόγ.: 1: αρχ. ἐργολαβία· 2: κατά τη σημ. του εργολάβος2]